- χωριατιά
- η1. αγένεια, χωριατοσύνη, απρέπεια: Έδειξε όλη τη χωριατιά του.2. το σύνολο των χωρικών, οι χωριάτες: Πλάκωσε όλη η χωριατιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χωριατιά — η / χωριατία, ΝΜ [χωριάτης] έλλειψη καλής συμπεριφοράς, απρέπεια, αγένεια νεοελλ. συνεκδ. το σύνολο τών χωρικών, οι χωριάτες («μαζεύτηκε όλη η χωριατιά για να γιορτάσει») μσν. βαριά προσβολή εις βάρος κάποιου … Dictionary of Greek
χωριατία — ἡ, Μ βλ. χωριατιά … Dictionary of Greek
αγροικία — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… … Dictionary of Greek
απαιδευσία — η (AM ἀπαιδευσία) έλλειψη παίδευσης, αμορφωσιά αρχ. 1. αμάθεια, άγνοια, χωριατιά 2. απειρία, ανικανότητα («άπαιδευσία πλούτου» ανικανότητα στη διαχείριση χρημάτων, Αριστοτ.) 3. έλλειψη άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» από έλλειψη άσκησης στη… … Dictionary of Greek
επαρχιωτισμός — ο η συμπεριφορά τού επαρχιώτη, η έλλειψη καλών τρόπων, η χωριατιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. provincialisme). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χωριάτικος — η, ο, Ν [χωριάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωριάτη ή στο χωριό («χωριάτικο σπίτι») 2. αυτός που προέρχεται από το χωριό («χωριάτικα έθιμα») 3. εκείνος που παράγεται ή κατασκευάζεται στο χωριό ή είναι παρόμοιος με αυτόν («χωριάτικο… … Dictionary of Greek
χωριατολογιά — η, Ν 1. χωριατολόγι 2. έλλειψη καλής συμπεριφοράς, χωριατιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + λογιά (< λογία*), πρβλ. φτωχο λογιά, παρα λογιά] … Dictionary of Greek
χωριατοσύνη — η, Ν χωριατιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + σύνη*] … Dictionary of Greek
χωρικεία — ή χωρικία, ἡ, Μ [χωρικός (Ι)] συμπεριφορά χωρικού, χωριατιά … Dictionary of Greek
χωρικότης — ητος, ἡ, Μ [χωρικός (Ι)] χωριατιά, απρεπής συμπεριφορά … Dictionary of Greek